Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαβρούμ — βλ. γιαβρής … Dictionary of Greek
γιαβρής — ο και γιαβρί, το 1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού 2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός 3. φρ. «γιαβρούμ!» (ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru] … Dictionary of Greek